στρίφωμα

στρίφωμα
τό
1) смётка, намётка (действие); 2) подшивка, подрубка (при шитье); 3) тесьма для подшивки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στρίφωμα" в других словарях:

  • στρίφωμα — το, Ν [στριφώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στριφώνω, ράψιμο αναδιπλωμένης άκρης υφάσματος για να μην ξεφτίζει 2. αναδιπλωμένη άκρη τού υφάσματος ή κορδέλα που χρησιμοποιείται για το ράψιμο αυτό …   Dictionary of Greek

  • στρίφωμα — το ραφή στο διπλωμένο άκρο υφάσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστρίφωτος — η, ο αυτός που δεν έχει στρίφωμα …   Dictionary of Greek

  • γύρισμα — το (Μ γύρισμα) [γυρίζω] 1. περιστροφή 2. στροφή, στρίψιμο, καμπή 3. χορευτική φιγούρα 4. αλλαγή τού χρόνου, τού φεγγαριού κ.λπ. 5. επάνοδος, επιστροφή νεοελλ. 1. περιπλάνηση 2. (για εικόνα) περιφορά 3. στροφή προς τα πίσω ή προς άλλη κατεύθυνση 4 …   Dictionary of Greek

  • καταρραφή — καταρραφή, ἡ (Α) [καταρράπτω] 1. στρίφωμα 2. (για τη σύγκλειση τών βλεφαρίδων) η ραφή, η σύγκλειση προς τα κάτω …   Dictionary of Greek

  • μαργέλι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 116 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται 42 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παπαφλέσσα. * * * και μαργέλλι, το 1. (για πηγάδι) κράσπεδο, χείλος 2. ραμμένη… …   Dictionary of Greek

  • μαργέλωμα — και μαργέλλωμα [μαργελώνω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού μαργεμαργέλωμα λώνω, στρίφωμα, ρέλιασμα …   Dictionary of Greek

  • μαργελωτός — μαργελωτός, ή, όν (Μ) [μαργελώνω] στολισμένος με παρυφή, με αναδίπλωση στο άκρο του, με στρίφωμα …   Dictionary of Greek

  • μπιρμπίλα — και μπιμπίλα, η 1. στρίφωμα σε εσώρουχα ή μαντίλια 2. λεπτή χειροποίητη με βελόνι δαντέλα, ιδίως στο άκρο εσωρούχων και κεντημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. bir biri «το ένα μετά το άλλο, στη σειρά»] …   Dictionary of Greek

  • περιρραφή — η, Ν [περιρράπτω] 1. η ραφή γύρω από κάτι, η ραφή κομματιού υφάσματος αφού τό αναδιπλώσουμε, το στρίφωμα, το ρέλιασμα 2. ιατρ. η περίπαρση …   Dictionary of Greek

  • πιρμπίλωμα — και μπιμπίλωμα, το [μπιρμπιλώνω] 1. η διακόσμηση εσωρούχων, μαντιλιών ή κεντημάτων με μπιρμπίλα 2. στρίφωμα, ρέλιασμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»